- μουσαμαδιά
- η брезентовый плащ, накидка, непромокаемый плащ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουσαμαδιά — η αδιάβροχο πανωφόρι φτιαγμένο από μουσαμά: Φόρεσε τη μουσαμαδιά και βγήκε στη βροχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουσαμαδιά — η αδιάβροχο πανωφόρι από μουσαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πληθ. μουσαμάδ ες τού μουσαμάς + κατάλ. ιά (πρβλ. παπάδες: παπαδιά)] … Dictionary of Greek
μουσαμάς — ο (λ. τουρκ.) 1. ύφασμα που αλείφεται με κερί ώστε να είναι αδιάβροχο: Σκέπασε τα χόρτα με μουσαμά για να μη βραχούν. 2. αδιάβροχο πανωφόρι από μουσαμά, η μουσαμαδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)